- καύκον
- καῡκον, τὸ (Α)η καυκαλίδα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καῦκον — neut nom/voc/acc sg καῦκος cup masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καῦκα — καῦκον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καύκων — καῦκον neut gen pl καῦκος cup masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CAUCA et CAUCUS — recentioribus Latinis idem, qui veteribus cyathus, patera nempe, unde bibitur. Ael. Spartian. in Pescenmo Nigro, c. 10. Hic tantae erat severitatis, ut quum milites quosdam in cauco argenteo expeditionis tempore bibere vidisset, iusserit omne… … Hofmann J. Lexicon universale
δαύκος — ο (AM δαῡκος) 1. γένος σκιαδανθών με κυριότερο είδος το καρότο, ο δαύκος το καρωτόν 2. ο υπόγειος βλαστός τού φυτού, το καρότο αρχ. 1. φαρμακευτικό φυτό τής Κρήτης, δαυκί 2. το άγριο καρότο, ο σταφυλίνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για φυτό το οποίο… … Dictionary of Greek
περιγελαστικά τραγούδια — Κατηγορία ελληνικών δημοτικών τραγουδιών με τα οποία σατιρίζονται πρόσωπα και ιδέες. Αφορμή σε αυτό δίνουν διάφορες πολιτικές και κοινωνικές καταστάσεις, γιορταστικές εκδηλώσεις με κάποιον ελευθέριο χαρακτήρα, όπως οι απόκριες, κλπ. Τη μουσική… … Dictionary of Greek